- βρακοζούνα
- βρακοζώνα η , βρακοζώνι τό тесёмка, шнурок для шаровар, широких штанов;
§ τον έχει δεμένο απ' τη βρακοζούνα της — она из него верёвки вьёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τον έχει δεμένο απ' τη βρακοζούνα της — она из него верёвки вьёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρακοζούνα — βρακοζούνα, η και βρακοζούνι, το και βρακοζώνα, η ζώνη που συγκρατεί τη βράκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)